Γράφει η Κωνσταντίνα Ζίβλα – Νομικός
22 Μαρτίου 2022
Η ανάγκη εφαρμογής κοινοτικής εργασίας και ηλεκτρονικής παρακολούθησης παραβατών αντί ποινής φυλακίσεως εδράζεται σε δύο θεμελιώδη σημεία: αποφυγή στιγματισμός μικροπαραβατών και αντιμετώπιση υπερπληθυσμού των Κεντρικών Φυλακών. Σήμερα, το 1/3 των φυλακισμένων είναι ελαφρυποινίτες, πολλών εκ των οποίων θα μπορούσαν να εκτελέσουν κάποιες ώρες κοινοτικής εργασίας (νοούμενης ηλεκτρονικής παρακολούθησης από αρμόδιους επιτηρητές) αποφεύγοντας τόσο τον εκ των πραγμάτων άνευ ουσιώδους λόγου στιγματισμού τους και εξίσωσής τους με εγκληματίες και βαρυποινίτες, όσο και τον υπερπληθυσμό φυλακών που καθιστά δυσχερέστατη τη διαβίωση των φυλακισμένων και την εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσής τους.
Αναγνωρίζοντας τη βαρύτητα των δυο αυτών παραγόντων, αδήριτος κρίνεται η ανάγκη για προώθηση της υιοθέτησης κοινωνικής εργασίας ως ποινή υπό συγκεκριμένων προϋποθέσεων. Υπό το φως των νομικών συστημάτων της Ευρώπης (χώρες Κοινοδικαίου κατά πλειονότητα – ομοίως με την Κύπρο) προτείνονται τα εξής:
(1) Ακολουθώντας το παράδειγμα της Αγγλίας και Ουαλίας, η υιοθέτηση της κοινοτικής εργασίας σε αδικήματα τα οποία κρίνει το Δικαστήριο πως είναι πιο πιθανή η αποτροπή του εγκλήματος παρά αν ο κατηγορούμενος οδηγηθεί στην φυλακή; είναι η πρώτη φορά διάπραξης εγκλήματος από το εν λόγω ατόμο; ύπαρξη (πιθανής) πάθησης ψυχικής υγείας που επηρεάζει τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου.[1] Tέτοιας φύσεως ποινή επιβάλλεται σε εγκλήματα ήσσονος σοβαρότητας, όπως damaging property, benefit fraud, assault (επίθεση). Η κοινοτική εργασία εφαρμόζεται στην Αγγλία και Ουαλία ήδη από το 1972, και αντικαθιστά τόσο χρηματική ποινή (όταν ο κατηγορούμενος αδυνατεί οικονομικά) ή μικρή διάρκειας ποινή φυλάκιση.[2] Συνήθως, είναι διαρκείας 300 ωρών και λαμβάνει μορφή εργασιών συντήρησης, καθαρισμού γκράφιτι, ή εργασίας σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Σύμφωνα με Έκθεση του Ευρωπαικού Παρατηρητηρίου Φυλακών, η Αγγλία και Ουαλία έχουν κάνει χρήση του εν λόγω μέτρου συχνότερα απ’ όλες τις υπό εξέτασης Ευρωπαϊκές Χώρες (μεταξύ αυτών, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία), ενώ παράλληλα η ηλεκτρονική παρακολούθηση των εν λόγω ποινών σημειώνει σημαντική αύξηση με προοπτική την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του μελλοντικά.[3]
(2) Παρομοίως, η Πολωνία υιοθέτησε την κοινοτική εργασία και τα Δικαστήρια κάνουν ευρεία χρήση της καθημερινά σε μικροπαραβάτες (νοουμένης συναίνεσης τους). Το Πολωνικό Ποινικό Δίκαιο προβλέπει πως η εργασία είναι αμισθί, επιβλεπόμενη και σκοπός είναι να επιφέρει εμφανή οφέλη στην τοπική κοινωνία. H τροποποίηση του Νόμου το 2009 επισήμανε τα ευγενή κίνητρα που υποκρύπτει το μέτρο: ευσυνειδησία και πειθαρχία του παραβάτη.[4] Οι απαιτούμενες ώρες εργασίες ποικίλουν αναλόγως εάν ο παραβάτης εργοδοτείται επί πληρωμής σε άλλο επάγγελμα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι ώρες έκτισης της ποινής δεν πρέπει να συγκρούονται με τις ώρες εργασίας του στο βασικό του επάγγελμα. Εάν, από την άλλη, είναι άνεργος, οι ώρες κοινοτική εργασίας δεν πρέπει να ξεπερνούν τις 8 ημερησίως. Η ηλεκτρονική παρακολούθηση του παραβάτη εισήχθη ως μέτρο το 2007 και έκτοτε μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός του πληθυσμού των φυλακών, ενώ, όπως τα στατιστικά δεικνύουν, ήταν μεμονωμένες έως και ανύπαρκτες οι περιπτώσεις υποτροπιασμού παραβατών που τιμωρήθηκαν με κοινοτική εργασία.
Όπως υποστηρίχθηκε βιβλιογραφικά, η εργασία παραβατών σε νοσοκομεία, καταφύγια αστέγων ή παρόμοιας φύσεως οργανισμούς, επιδρά καταλυτικά στον επαναπροσδιορισμό των στόχων τους και την αλλαγή στάσης ζωής. Επιπρόσθετα, μέσω αυτού μπορούν να αναπτύξουν δεξιότητες όπως η ομαδικότητα, η συνεργασία και η ευαισθησία για το κοινό καλό – θεμελιωδώς απαραίτητα για την αναμόρφωσή τους (rehabilation). Κατ’αυτόν τον τρόπο γεφυρώνεται το χάσμα μεταξύ πολιτών, τοπικών κοινωνιών και ποινικού συστήματος επιτρέποντας στους αδικοπραγούντες να συμμετέχουν στην δικαστική διαδικασία. Μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ως ένα μέτρο αποκατάστασης που επιτρέπει στους εκάστοτε παραβάτες να αποκαταστήσουν τις σχέσεις του με τις αντίστοιχες κοινότητές τους, και να επανεκτιμήσουν τις πράξεις τους μέσω μιας διαδικασία αναγνώρισης της βαρύτητα και την επίδραση των πράξεων τους, αναλαμβάνοντας την ευθύνη που αυτές επιφέρουν.
Τα στοιχεία δείχνουν περίτρανα πως η κοινοτική εργασία είναι υποσχόμενη μορφή τιμωρίας (ή καλύτερα παραδειγματισμού) για αδικήματα που δεν φτάνουν το επίπεδο σοβαρών εγκλημάτων άξιων τιμωρήσεως με ποινή φυλάκισης. Θα μπορούσαμε να ανεύρουμε πιο αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα εάν σταματήσουμε ως νομικό σύστημα να αντιμετωπίζουμε την ποινή φυλάκισης ως το μόνο προεπιλεγμένο μέτρο τιμωρίας. Xρειάζεται να επανεκτιμήσουμε την προσέγγιση του εγκλήματος, και των αδικοπραγούντων/εγκληματιών ειδικότερα, ανευρίσκοντας αποτελεσματικότερους τρόπους διασφάλισης της ασφάλειας της κυπριακής κοινωνίας σεβόμενοι ταυτόχρονα και την αξιοπρέπεια που διέπει όλους ανεξαιρέτως ανεξαρτήτως ποινικού μητρώου.
H κοινοτική εργασία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ηλεκτρονική παρακολούθηση ως μέτρο ελέγχου ότι ο παραβάτης εκτελεί την απαιτούμενη εργασία, αλλά ταυτόχρονα ότι δεν υπόκειται σε απαράδεκτες συνθήκες εργασίας. Eν κατακλείδι: η κοινοτική εργασία έχει όλα τα εχέγγυα για αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση (μικρο)παραβάσεων που δεν διακινδυνεύουν την ασφάλεια της κοινωνίας σε τόσο βαθμό ώστε να είναι αξιόποινες με ποινή φυλάκισης.
[1] UK Government Website “Community Sentences” https://www.gov.uk/community-sentences Accessed 28 February 2022
[2] Dünkel et al. “Community Service in Europe” Encyclopedia of Criminology and Criminal Justice (2014, New York) https://doi.org/10.1007/978-1-4614-5690-2_567 Accessed 01 March 2022
[3] European Prisons Observatory “Alternatives to imprisonment in Europe: A Handbook of good practice” (Report 2016) http://www.prisonobservatory.org/upload/Good%20practice%20handbook%20AS.pdf Accessed 02 March 2022
[4] Anna Matczak “The penal narratives of community sentence and the role of probation: The case of the Wroclaw model of community service” EJP 13(1) 2021 https://doi.org/10.1177/2066220320976105 Accessed 02 March 2022